- λαβοῦσιν
- λάπτωEpic. Alex.Adesp.aor subj pass 3rd pl (epic)λαμβάνωaaor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μηδαμόθεν — και μηθαμόθεν (Α) επίρρ. 1. από κανένα πρόσωπο ή από κανέναν τόπο, από πουθενά 2. από ταπεινή, ευτελή καταγωγή («πονηρὸν καὶ βίαιον καὶ ὑβριστὴν λαβοῡσιν ἄνθρωποι καὶ μηδένα μηδαμόθεν», Δημ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ.… … Dictionary of Greek